Του Εκπαιδευτικού ΒΑΣ. ΕΦΡΑΙΜΙΔΗ +
Αθήνα, Δεκέμβριος 1973
Ή ποντιακή διάλεκτος, όπως όλες οι γλώσσες και διάλεκτοι,ποικίλει ανάλογα με τις συνθήκες κάθε τόπου.
Ιδιαίτερα τό λεκτικό ιδίωμα των Όφιτών διαφέρει πάρα πολύαπό τα άλλα λεκτικά ιδιώματα των άλλων περιοχών του Πόντου και ως προς τον τύποκαι ως προς τήν έκφραση.
Μια λοιπόν σύντομη αναδρομή στο παρελθόν με μια απλήανατομή στην υφή και τον λεκτικό ιδιωματισμό των Όφιτών δεν νομίζουμε ότι είναιάσκοπη.
Όσοι δεν έζησαν από πολύ κοντά τους Έλληνες Οφίτες εύλογαθά εκπλαγούν ακούοντες τους πολύ παλιούς να μιλούν (1). Ίσως και τώρα μερικοί από τους αναγνώστες μου να νομίζουν ότι,μη ξέροντας τί να γράψω, έπιασα και αράδιασα ολόκληρη αλυσίδα λέξεων από τόΕλληνικό λεξιλόγιο μ' όλους τούς τύπους της Ελληνικής γραμματολογίαςβαφτίζοντας τους «Γλωσσολογικά τής επαρχίας Όφεως». Θά εχαιρόμουν ειλικρινά, ανμπορούσε κάποιος να πάει στην πηγή των Όφιτών νά δροσιστεί με τα κρουσταλλένιακαι γάργαρα νερά των οφίτικων λεκτικών δροσοπηγών. Τότε, πιστεύω, θάκαταλάβαινε πολύ περισσότερα από όσα εγώ έχω κατορθώσει νά διαφυλάξω σαν Ιερόκειμήλιο που μου χάρισε ή ακούραστη κα! άξια μητέρα μου, μαζί με τόγλυκοβύζαχτο γάλα της, μακριά από τη μυροβόλο πατρίδα μας, τον Πόντο.
Οι νεώτεροι Οφίτες (στους οποίους ανήκει και όυποφαινόμενος) και ιδιαίτερα εκείνοι που έζησαν μακριά από τον βασικό όγκο τωνσυμπατριωτών τους του Όφεως, ανάμικτοι με Πόντιους άλλων περιοχών του Πόντουκαι με Έλληνες του Ελλαδικού χώρου, εδέχθησαν, όπως ήταν φυσικό, τήν επίδρασητων άλλων ποντιακών ιδιωματισμών και ιδιαίτερα τήν επίδραση τής καθομιλουμένηςΕλληνικής, τής δημοτικής.
Στό σημείωμα μας αυτό θ' ασχοληθούμε με μερικά μόνοχαρακτηριστικά σημεία, πού διακρίνουν τό λεκτικό ιδίωμα των Οφιτών από εκείνατων άλλων περιοχών του Πόντου.
Τό αρνητικό μόριο «ού». Τό μόριο αυτό στο παλιό λεκτικόιδίωμα των Όφιτών είχε πάντα τη σημασία του αρχαίου «δέν»: ου πάω ου θέλω* ουπορώ (δεν μπορώ). Αργότερα το «ου» έγινε «ουκί» (προφανώς από το πρώτοσυνθετικό «ουκ» και μεταγενέστερα, κατά συγκοπήν με αποβολή του «ού», «κί»: κίθέλω-1 κί παίζω κ' έχω. Άλλη αρνητική,περιφραστική, έκφραση ήταν ή «ουκέ να» και μεταγενέστερα «κένα» και απέδιδε τήναντίστοιχη των άλλων περιοχών «κιθά»: ουκέ να τρως (ή κένα τρως) δέν θά φας.
Αλλά με τον τύπο αυτό και με τήν προσθήκη στο τέλος τήςπρότασης του μόριου «μη» άτονου ή πρόταση μετατρέπονταν σε ερωτηματική: κέναπάς μη; (δέν θά πάς;) Ή ερωτηματική έκφραση προφέρονταν συνήθως παρατεταμένα μετό μόριο «μη» άτονα: κένα δεβάεις μη; δέν θά διαβάσεις;)* έ' πατσή, κένα πάςμη; (καλέ, δέν θά πας;). Σημειώνουμε ότι τό «τσ» προφέρεται σκληρά, όπως στιςλέξεις «τσέπη», «τσαρούχι» και ή λέξη «πατσή» δέν έχει τη σημασία τής άλληςτόσο γνωστής στις άλλες περιοχές (μεγαλύτερη αδελφή), αλλά, κόρη, κορίτσι, κοπέλλα.Πιστεύω ότι τό μόριο «μη» άτονο προήλθε από συγκοπή του ενδοιαστικού «μήπως».
Επειδή το μόριο «ου» και με τις τρεις μορφές τουακολουθείται πάντα από ρήμα, υπενθυμίζουμε, προτού προχωρήσουμε στο κεφάλαιοτων ρημάτων, ότι πάντα συντάσσονταν με υποτακτική έγκλιση, άσχετα αν ό λόγοςείχε οριστική σημασία ή όχι: κένα γράψω* κένα έρ' σαι (δέν θά γράφω* δέν θάέρθεις). Είναι φανερό ότι στο λεκτικό ιδίωμα των Όφιτών δέν υπήρχε οριστικήέγκλιση στο χρόνο Μέλλων ή διαρκείας ήταν αυτός ή στιγμιαίος (απλός), μια καιαποδίδονταν πάντα με το «νά». Έλεγαν: να έρχουμαι (αντί: θά έρχουμαι)* να πάςμη σήν χαμελέτε; (αντί: θά πάς σήν χαμελέτεν;) (στο μύλο).
Άλλη ερωτηματική έκφραση των Οφιτών, παλαιότερα καιμεταγενέστερα, ήταν ή «οδιά» ή «ογιά»: οδιά κι δουλεύεις; ογιά κί τρώς; Δένγνωρίζουμε τό ετυμολογικό αυτών των ερωτηματικών τύπων, γιατί οι παλαιότεροιΟφίτες, όσοι κατέγιναν με τα γράμματα, δέν μας άφησαν κανένα γραπτό πάνω στοιδιόμορφο οφίτικο λεκτικό ιδίωμα.
Οι Οφίτες, όταν εξέφραζαν θαυμασμό, χαρά, έκπληξη κ.τ.λ.,έκλειναν τήν πρόταση με τό μόριο «τά» παρατεταμένο: εκάτσανε τά—ά—ά—ά!, νάέρχουντανε τά—ά—ά—ά! Τέλος, όσον άφορα τούς εκφραστικούς τρόπους, πού δηλώνουνέντονα ψυχικά συναισθήματα (θυμό, φοβέρα), έβαζαν στο τέλος τής προτάσεως ένα«ά» παρατεταμένο: να κρούω σε, ά—ά —ά! (θα σε δείρω!)* δέβα χάθ' απ' αδά,ά—ά—ά! (άϊ, χάσου από 'δώ!, τσακίσου από 'δώ).
Και τώρα ας κάνουμε κ' ένα μικρό περίπατο και στακλιτά μέρη του λόγου.
Παρουσιάζει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον τό γεγονός, ότι ενώ οιαρνητικοί εκφραστικοί τύποι αποδίδονται πάντοτε με τό αρχαίο αρνητικό μόριο«ού» με όλες τις μεταμορφώσεις και μεταβολές πού υπέστη με τό πέρασμα τουχρόνου, τά κλιτά μέρη του λόγου, άρθρα, ουσιαστικά, επίθετα, αντωνυμίες καιρήματα, από τά πιο παλιά ακόμα χρόνια, είχαν τις καταλήξεις των αντιστοίχωνμερών του λόγου τής σημερινής μας δημοτικής. Διευκρινίζω) ότι, λέγοντας τιςκαταλήξεις, εννοώ τήν ονομαστική και αιτιατική του ενικού των ουσιαστικών,επιθέτων και αντωνυμιών σέ —ο ς — αρσενικών και σέ —ο— των ουδετέρων. Αυτάποτέ δέν είχαν στις πτώσεις αυτές τδ χαρακτηριστικό τελικό «ν» των άλλων ποντιακών ιδιωματισμών (παράβαλε καικαταλήξεις των αντιστοίχων της καθαρεύουσας) , πού κάνει την προφορά πολύτραχιά, και βαριά. Οι Όφίτες έλεγαν: τό τρανό τό παιδί, τό μικρό τό μωρό (αντί:το τρανόν τό παιδίν, τό μικρόν τό μωρόν)" τ' εμέτερο, τ' άλλο (αντί: τ' εμέτερον,τ' άλλον). Τό ίδιο ακριβώς επρόφεραν και τις καταλήξεις τών ρημάτων, άσχετα ανή επομένη λέξη άρχιζε από φωνήεν ή από σύμφωνο: ο δέσκαλο έρθε άσ' σό σκολείο'ο Νίκο επάτησε αχάντ' (αγκάθι)' ο πετεινό εσέβε σήν καβιδερή (πινές) ο κόκκοραςμπήκε στο κοττέτσι, αντί: ο δέσκαλον έρθεν άσ' σό σκολείον κ. τ. λ. Γενικά τάαρσενικά και θηλυκά τών ονομάτων στην αιτιατική του πληθυντικού δέν παθαίνουν συ γ κοπή, όπως σέ άλλα μέρη τουΠόντου: τ' ανθρώπους, τή μαστόρους, τή γυναίκους, αλλά και τή τρανούς, τ' εσετέρους,αντί: τ' ανθρώπ'ς, τή μαστόρ'τς, τή γυναίκ'ς, τ' εσετέρ'τς. Κατά γενικό κανόνα,τό τελικό «ν» στα ουσιαστικά, επίθετα και στις αντωνυμίες και ή συγκοπή σταονόματα και ρήματα ήταν άγνωστα στο λεκτικό ιδίωμα τών Όφιτών.
Τά αρσενικά ουσιαστικά σέ — ης — είχαν τήν ίδια κατάληξη μέ τά αντίστοιχα τών Νεοελληνικών: οΒασίλης, ο τεμπέλης (αντί: ο Βασίλ'τς, κ. λ.)
Άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της οφίτικης λαλιάς, σέ ό,τιάφορα τά υποκοριστικά και χαϊδευτικά τών ουσιαστικών, αντίθετα μέ τά αντίστοιχατών άλλων περιοχών (πού κατά κανόνα τελειώνουν σέ — ό π ο ν) στα οφίτικα τελειώνουν σέ — ί κ α θηλυκού γένους: ήκοριτσίκα, ή τραπεζικά, ή σκαμνίκα.
Τά άρθρα δ, τό, στη γενική του ενικού έχουν τον τύπο«του», αντί του πολύ συνηθισμένου στις άλλες περιοχές του Πόντου τύπου «τη»:του Πανίκα (και τού Πάντσο), τού κυρού μ', του σπίτι (αντί: τή Πανίκα και τήΠάντσονος, τη κυρού μ' κ.τ.λ.).
Μερικά λόγια και γιά τά ρήματα.
Και εδώ έχουμε ουσιώδεις διαφορές; Ενώ σ' όλες σχεδόν τιςάλλες περιοχές τού Πόντου στο δεύτερο ενικό πρόσωπο τού ενεστώτα χάνεται ή κατάληξη— εις — (εσύ γράφ'ς, παίρ'τς κ.ά.),στο οφίτικο ιδίωμα τό —εις —διατηρείται πάντα: γράφεις, παίεις (παίζεις), τρέεις (τρέχεις). Στον παρατατικόοι καταλήξεις τών ρημάτων, όπως γενικά αναφέρουμε παραπάνω, δέν παθαίνουν τήγνωστή συγκοπή: επέγιναμε, έγραφαμε (αντί: επέγναμε, έγραφναν κ.ά.). Στονδυνητικό παρατατικό τό μόριο «νά» κατά κανόνα εκθλίβεται: ν' έρχουμουνε, ν'εποίνες, ν' έτρωγανε (αντί: θά έρχουμουν, θ' εποίνες κ. λ.).
Σάν κατακλείδα αναφέρουμε μιά περίεργη και τελείως άγνωστηστις άλλες περιοχές τού Πόντου έκφραση. Αυτή σχηματίζεται περιφραστικά, όπως οισημερινοί συντελικοί χρόνοι (παρακείμενος, υπερσυντέλικος) μέ τό βοηθητικό ρήμαείχα: άς είχα ποισίνα (άς είχα κάμειή (μακάρι) νά είχα κάμει)* νά είχα ειπείνα) άς έλεγα ή άς τό 'λεγα. Ό τύπος αυτόςείναι κλιτός και σχηματίζεται κανονικά σ' όλα τά πρόσωπα και τών δύο αριθμών:
άς είχα ποισίνα, άς είχες ποισίνες κ.τ.λ.
νά είχανε ειπείνανε, νά είχε κοιμηθήνε κ.τ.λ.
Κάναμε ένα μικρό περίπατο στο γλωσσικό ανθόκηπο τηςεπαρχίας τού Όφεως και σταχυολογήσαμε μερικά ενδιαφέροντα σημεία, άγνωστα στουςπερισσότερους Πόντιους συμπατριώτες μας, ατράνταχτα τεκμήρια και μαρτυρίες τηςκοινής προέλευσης όλων τών ιδιωματισμών τού Πόντου από τήν αρχαία Ελληνικήγλώσσα. Τονίσαμε τά ιδιαίτερα γνωρίσματα, πού χαρακτηρίζουν τό οφίτικο λεκτικόιδίωμα και το διακρίνουν από τά άλλα λεκτικά ιδιώματα τών αδελφών Ποντίων τώνάλλων περιοχών τού Πόντου.
Κλείνουμε τό σημείωμα μας μέ τήν ενδόμυχη ελπίδα ότι, όσοιαπό τούς γεροντότερους Οφίτες είχαν τήν τύχη νά γαλουχηθούν μέ τή γλυκεία γλώσσατης μάνας τους στόν Όφη, θά σπεύσουν νά μας υποδείξουν τις τυχόν ατέλειες καιανακρίβειες μας και νά μάς αποστείλουν συμπληρωματικά γλωσσολογικά στοιχεία,γιά νά γίνει και ή δική μας γλώσσα γνωστή όχι μόνο στους άλλους Πόντιουςαδελφούς μας τής κοινής Μητέρας μας, της Ελλάδας.
(1) Στην επαρχία "Όφεωςυπάρχουν πολλοί Ελληνόγλωσσοι Τούρκοι
που μιλούν και σήμερα απταίστως τονΕλληνικό οφίτικο ιδιωματισμό,
οι λεγόμενοι «Ό φ λ ή δ ε ς».Αυτούς οι "Ελληνες της επαρχίας Όφεως
τους έλεγαν «Οπισποταμώτ’»,προφανώς γιατί κατοικούσαν στην
αντίπερα του ποταμού περιοχή. ΉσανΕλληνες χριστιανοί, εξισλαμισθέντες
βιαίως κατά τα μέσα του ΙΖ' αιώνα.