Η Ελληνοφωνία στον Όφι
Ομιλία στα Υψηλάντεια 2002
Peter Mackridge
Παρά τους θρύλους περί ομαδικού εξισλαμισμού τον 17ο αιώνα, φαίνεται ότι ο πληθυσμός του Όφεως ασπάστηκε το Ισλάμ βαθμηδόν και με αργό ρυθμό. Τον 19ο αιώνα η επαρχία Όφεως αποτελείτο από μικτά ελληνόφωνα και τουρκόφωνα χωριά, ενώ η επαρχία Κατωχωρίου, που βρίσκεται πιο νότια και επομένως πιο μακριά από τη Μαύρη Θάλασσα, ήταν εξ ολοκλήρου ελληνόφωνη. Σήμερα, ελληνόφωνα είναι τα 30 από τα 42χωριά των κοινοτήτων Çaykara (πρώην Κατωχώρι), Dernekpazarı (πρώην Κοντού) και Uzungöl (πρώην Σαράχος).
Είμαι σε θέση να μιλήσω μόνο για δύο χωριά που ξέρω από αυτοψία, δηλαδή το Σαράχο(επισήμως Uzungöl), στην επαρχία Çaykara-Κατωχωρίου, και το Çoruk (επισήμως Erenköy), στην επαρχίαΌφεως. Στο Σαράχο πέρασα δύο μικρά χρονικά διαστήματα στη δεκαετία του 80, ενώ στο Çoruk πέρασα οκτώ μέρες τον περασμένο Αύγουστο, οπότε και επισκέφτηκα πάλι το Σαράχο. Διαπίστωσα ότι στο Çoruk, όλοι οι κάτοικοι 50χρονών και πάνω γνωρίζουν το τοπικό ποντιακό ιδίωμα, αλλά συνήθως χρησιμοποιούντην τουρκική στις καθημερινές συνομιλίες. Τελείως διαφορετική είναι η κατάσταση στο Σαράχο, όπου όλοι οι κάτοικοι – τουλάχιστον όσοι είναι 20 χρονών και πάνω –εξακολουθούν να χρησιμοποιούν την ποντιακή διάλεκτο στην καθημερινή τους επικοινωνία. Οι κάτοικοι άλλων οφίτικων χωριών αναγνωρίζουν ότι οι Σαραχώτες έχουν διατηρήσει καλύτερα την ελληνική τους διάλεκτο, και πράγματι ο Σαράχος αποτελεί ένα από τα κεφαλοχώρια της ελληνοφωνίας στον σημερινό Όφη. Η κατάσταση όμως αυτή απειλείται από την έντονη τουριστική ανάπτυξη των τελευταίων χρόνων. Ενώ το 1985 στο Σαράχο δεν υπήρχε κανένα ενοικιαζόμενο δωμάτιο για επισκέπτες, τώρα το πρώην πανέμορφο χωριό, χτισμένο στις όχθες μιας γραφικότατης λίμνης, περιέχει ξενοδοχεία, μπάγκαλόους, τεράστια εστιατόρια, ιχθυοτροφεία με πέστροφες, κατασκηνώσεις, και διάφορα άλλα τουριστικά καταστήματα. Ο κυριότερος ντόπιος επιχειρηματίας, ο Dursunali İnan, απασχολεί 45 εργαζομένους στις τουριστικές του εγκαταστάσεις. Περικυκλωμένοι όπως είναι από τουρίστες τούρκους και αλλοδαπούς, οι Σαραχώτες δεν έχουν πλέον την άνεση, τουλάχιστον τους καλοκαιρινούς μήνες, να συνομιλούν μεταξύ τους όλη μέρα στα ρουμάικα·αντιθέτως υποχρεώνονται εκ των πραγμάτων να μιλούν όλη μέρα τουρκικά (είναι όλοι τους βέβαια δίγλωσσοι). Η τουριστική αυτή ανάπτυξη μάλλον θα επιταχύνει την εξάλειψη της ελληνοφωνίας στο Σαράχο.
Από την άλλη μεριά, για δέκα χρόνια τώρα, οι πρώην κάτοικοι των οφίτικων χωριών δεν μένουν πλέον όλο το χρόνο εκεί, αλλά μένουν και εργάζονται τον περισσότερο χρόνο σε διάφορες πόλεις (Τραπεζούντα, Σαμψούντα,Κωνσταντινούπολη και αλλού), μεταβαίνοντας στα χωριά τους μόνο για παραθερισμό. Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν πλέον ζώα και ως εκ τούτου δεν μεταβαίνουν κάθε άνοιξη στα θερινά βοσκοτόπια στα παρχάρια. Η απώλεια των ζώων τους και το τέλος της εποχιακής μετάβασης έχουν σπάσει τους παραδοσιακούς δεσμούς τους με το χώμα τους και με τη γλώσσα τους, μια γλώσσα που προσφερόταν για τις καθημερινές ανάγκες ενός κτηνοτροφικού και αγροτικού πληθυσμού. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους σήμερα η γλώσσα του παρόντος και του μέλλοντος, η γλώσσα της παιδείας και της επιστήμης, η γλώσσα του σύγχρονου αστικού πολιτισμού και της τεχνολογίας, και η γλώσσα της επικοινωνίας με τους τούρκους συμπατριώτες τους είναι η τουρκική. Γι’ αυτό και τα παιδιά παύουν να μαθαίνουν το ελληνικό ποντιακό ιδίωμα, από το οποίο λείπουν παντελώς το λεξιλόγιο της σύγχρονης τεχνολογίας, και, θα ΄λεγα, οι τρόποι έκφρασης της σύγχρονης ζωής. (Εννοείται ότι το ελληνικό ιδίωμα του Όφεως απουσιάζει παντελώς από το σχολείο. Άνθρωποι της ηλικίας μου μου είπαν ότι πριν πάνε στο σχολείο ήξεραν μόνο ποντιακά, αλλά στο σχολείο απαγορευόταν να μιλάνε γλώσσα άλλη από την τουρκική·το ίδιο πράγμα βέβαια συνέβαινε και στην Ελλάδα με τις μειονοτικές γλώσσες.)
Οι χριστιανοί που κατοικούσαν τον Όφη είχαν το συναίσθημα ότι το ιδίωμά τους είναι άκρως συντηρητικό, όχι μόνο σε σχέση με τις άλλες νεοελληνικές διαλέκτους αλλά και σε σχέση με τα υπόλοιπα ποντιακά ιδιώματα. Αυτό το συναίσθημα βγαίνει φανερά από ένα ανέκδοτο που κατέγραψε ο Άγγλος ελληνιστής Dawkins το1914 από τον παπα-Γιάννη Χατζηϊωαννίδη στο χωριό Κρινίτα. Στο ανέκδοτο αυτό ένας Σουρμενίτης αναγκάζεται να προστρέξει σε λεξικό της αρχαίας ελληνικής για να καταλάβει τα λόγια ενός Οφλή. Το ιδίωμα του Όφη είναι το ανατολικότερο ιδίωμα της ελληνικής γλώσσας. Είναι γνωστό ότι οι περιφερειακές διάλεκτοι κάθε γλώσσας διατηρούν παλαιότερα στοιχεία που έχουν εκλείψει από τις κεντρικές διαλέκτους. Γι’ αυτό και το ιδίωμα του Όφεως (καθώς και το σουρμενίτικο ιδίωμα) περιέχει σημαντικούς αρχαϊσμούς, από τους οποίους ο πιο εμφανής είναι η χρήση του αρχαίου αρνητικού μορίου ου, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ποντιακά ιδιώματα που χρησιμοποιούντο κι.
Η διάλεκτος του Όφη, λοιπόν, και ιδίως το ιδίωμα του Σαράχου,αξίζει να μελετηθεί για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, είναι από τα πιο συντηρητικά ιδιώματα της ελληνικής που επιβιώνουν σήμερα, έχοντας διατηρήσει πολλά σημαντικά στοιχεία από την αρχαία και μεσαιωνική φάση της ελληνικής γλώσσας. Δεύτερον, εφόσον το ιδίωμα εκλείπει βαθμηδόν χρόνο με το χρόνο, επείγει να μελετηθεί εις πλάτος και εις βάθος ώστε η γλωσσική επιστήμη να διαθέσει μια πλήρη περιγραφή του περίεργου αυτού ιδιώματος. Μια τέτοια μελέτη θα έπρεπε βέβαια να γίνει από μικτή ομάδα Ελλήνων,Τούρκων και ξένων ερευνητών. Για τη μελέτη αυτή χρειάζονται οι γνώσεις όχι μόνο της ελληνικής σε όλες τις φάσεις της ιστροίας της, καθώς βέβαια και της ποντιακής διαλέκτου γενικά, αλλά και της τουρκικής και των άλλων γλωσσών που μιλιούνται ή μιλιούνταν στην ευρύτερη περιοχή, όπως είναι η αρμενική και η λαζική, ώστε να διαπιστωθούν οι επιδράσεις- λεξιλογικές και γραμματικές - των γειτονικών αυτών γλωσσών στο εν λόγω ιδίωμα. Αλλά αξίζει να μελετηθεί και η κοινωνιογλωσσική πλευρά, δηλαδή να διερευνηθούν οι κοινωνικές συνθήκες μέσα στις οποίες οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τα ποντιακά και τα τουρκικά, όπως και οι γνώμες τους για τις δυο γλώσσες, π.χ. αν θεωρούν τα ποντιακά ανώτερα, πιο όμορφα και πιο εκφραστικά από τα τουρκικά, ή το αντίθετο.
Στην πράξη όμως μια τέτοια μελέτη είναι προβληματική λόγω της ευθιξίας του τουρκικού κράτους (και σημαντικού μέρους του τουρκικού πληθυσμού) όσον αφορά τις μειονοτικές γλώσσες της χώρας τους. Η κατάσταση δεν έχει αλλάξει και τόσο πολύ από τον καιρό του Ιωάννη Παρχαρίδη, ο οποίος το 1876 πέρασε ένα μικρό χρονικό διάστημα στα μουσουλμανικά ελληνόφωνα χωριά του Όφη αλλά συνελήφθη και παρά λίγο να απαγχονιστεί ως κατάσκοπος. Παρ’ όλη την προθυμία του σημερινού τουρκικού κράτους να συμμορφωθεί με τα κριτήρια που απαιτούνται προκειμένου να ενταχθεί η Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ακόμα και σήμερα είναι επικίνδυνο να κάνει κανείς έρευνα για την ελληνοφωνία του σημερινού Πόντου. Πριν από 6 χρόνια ο φίλος Ομέρ Ασάν από το Çoruk(Erenköy) εξέδωσε σημαντική μελέτη περί της γλώσσας και του πολιτισμού τουχωριού του. και το 1998 ο εκδοτικός οίκος Αφών Κυριακίδη στη Θεσσαλονίκη έβγαλε ελληνική μετάφραση του βιβλίου του με τίτλο Ο Πολιτισμός του Πόντου). Τώρα,κατόπιν καταγγελιών από κάποιο τουρκικό τηλεοπτικό κανάλι που υποστηρίζει την άκρα Δεξιά, ο Ομέρ Ασάν κατηγορείται ότι με το βιβλίο του υπονομεύει την εδαφική ακεραιότητα του τουρκικού κράτους και περιμένει να οριστεί η ημερομηνία της δίκης του από το Εθνικό Δικαστήριο Ασφαλείας. Αν το δικαστήριο αποφασίσει ότι είναι ένοχος,θα φυλακιστεί για ένα διάστημα από 14 μήνες έως 4 χρόνια. Ο Ομέρ Ασάν παρακαλεί όποιον θέλει να γράψει στον τούρκο πρωθυπουργό κ. Ετζεβίτ για να διαμαρτυρηθεί για την καταδίωξή του.
Στην έρευνα που θα γίνει σχετικά με το ιδίωμα του Όφη πρέπει να μελετηθούν και oι ομοιότητες και οι διαφορές από τα άλλα ποντιακά ιδιώματα, καθώς και από τις γειτονικές γλώσσες. Είναι φανερό ότι το οφίτικο ιδίωμα έχει επηρεαστεί από τα τουρκικά, και στο λεξιλόγιο και στο συντακτικό. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι, ακόμα και σήμερα, η επίδραση της τουρκικής στο οφίτικο ιδίωμα είναι ελάχιστη σε σύγκριση με την επίδραση τηε τουρκικής στα ελληνικά ιδιώματα που μιλιούνταν πριν απο τη Μικρασιατική Καταστροφή στην Καππαδοκία. Στην Καππαδοκία η επίδραση της τουρκικής ήταν τόσο διαβρωτική ώστε πολλά βασικά χαρακτηριστικά της τουρκικής γλώσσας είχαν εμβολιαστεί στον κορμό των ελληνικών ιδιωμάτων. Ανάμεσα στα χαρακτηριστικά αυτά είναι ορισμένα μορφολογικά προσφύματα (affixes) – δηλαδή μορφήματα που προστίθενται στη θεματική ρίζα για την κλίση ή παραγωγή λέξεως. Ένα από αυτά τα προσφύματα είναι η συλλαβή–dir- με την οποία παράγεται ο causative τύπος ενός ρήματος. Ένα παράδειγμα: στο ιδίωμα του Ουλαγάτς, στην Καππαδοκία, από το ρήμα öldüzo (τ. ölmek)‘πεθαίνω’ παράγεται το ρήμα öldürdizo (τ.öldürmek) ‘κάνω κάποιον να πεθάνει’ [Janse 2001, 477], ενώ η ποντιακή χρησιμοποιεί causative τύπους όπως πεθανίζω (δηλαδή κάνωκάποιον να πεθάνει, σκοτώνω κάποιον), με τη χρήση του ελληνικού προσφύματος –ιζ-. Άλλο χαρακτηριστικό της τουρκικής γραμματικής είναι και η λεγόμενη αρμονία των φωνηέντων, η οποία εφαρμόζεται και στα καππαδοκικά ιδιώματα της ελληνικής. Το φαινόμενο αυτό εμφανίζεται σε φράσεις όπως ο komşus, το οποίο παράγεται απευθείας από την τουρκική λέξη komşu, ενώ στον Όφη λένε o komşis, όπου το τουρκικό φωνήεν u, το οποίο υπακούει στον κανόνα της αρμονίας των φωνηέντων, έχει αντικατασταθεί από το ελληνικό ή στην ελληνική κατάληξη –ής.
Είναι θαυμάσιο το πώς τα ποντιακά ιδιώματα έχουν επιζήσει σχετικά ανέπαφα παρά τη μεγάλη πίεση που ασκεί πάνω τους η τουρκική.
Άλλη πηγή σημαντικής δυσκολίας που παρουσιάζει η μελέτη των οφίτικων ιδιωμάτων είναι το γεγονός ότι ενώ όλα τα ελληνικά ιδιώματα των διαφόρων περιοχών του Πόντου έχουν κοινά στοιχεία που τα χαρακτηρίζουν ως ποντιακά, διαφέρουν όμως σημαντικά μεταξύ τους. Στη μικρότερη κλίμακα, στο εσωτερικό της επαρχίας Όφεως υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα ιδιώματα των διαφόρων χωριών. Από τα χωριά όπου διατηρούνται τα περισσότερα αρχαία στοιχεία είναι ο Σαράχος, ο οποίος είναι και ο πιο απομακρυσμένος από τη θάλασσα χωριό της επαρχίας. Για πολλούς αιώνες οι κάτοικοί της ήταν αποκομμένοι από τους κατοίκους των άλλων κοιλάδωντου Πόντου, και, όντας Μουσουλμάνοι, δεν είχαν καμιά επαφή με την εκκλησία και το ελληνικό σχολείο. ΄Ετσι το ιδίωμα του Σαράχου δεν έχει υποστεί την επίδραση ούτε της αρχαίας και εκκλησιαστικής ελληνικής ούτε της ομιλουμένης δημοτικής άλλων ελληνόφωνων περιοχών. Από την άλλη μεριά, ενώ η γραμματική του σαραχώτικου ιδιώματος έχει παραμείνει ανέπαφη, το λεξιλόγιό του έχει γεμίσει με τουρκικές λέξεις. (Για να σας δώσω να καταλάβετε πόσο απομονωμένος είναι ο Σαράχος, ένας Σαραχώτες μού είπε ότι όταν ήταν παιδιά πριν από 25 χρόνια, ταξίδευαν στο Κατωχώρι με το φορτηγό μόλις μια φορά το μήνα για να κάνουν τα ψώνια τους.)
Ποια είναι τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του σημερινού οφίτικου ιδιώματος; Όσο για τη φωνολογία, οι Οφίτες, όπως και οι Κύπριοι, προφέρουν το κάππα μπροστά στο ε καιτο ι ως τσ: τšύρης, τšοιμούμαι. (Χρησιμοποιώ τον τύπο Οφίτες για τους Μουσουλμάνους γιατί έτσι αποκαλούν τους εαυτούς τους, όχι Οφλήδες.) Δεύτερον, οι Οφίτες (τουλάχιστον οιΣαραχώτες) προφέρουν το άτονο γιώτα άλφα ως ε (τα τραπέζε, εφτέγω). Σ’ αυτό το κεφάλαιο το οφίτικο ιδίωμα έχει απομακρυνθεί από τα άλλα ποντιακά ιδιώματα. Τρίτον, στο Σαράχο τα άτονα –ικαι –ου διατηρούνται εκεί που αποβάλλονται σε άλλα ποντιακά ιδιώματα (ο Καλαντάρης, όχι ο Καλαντάρτς· χορεύουνε, όχι χορεύνε).
Στο επίπεδο της μορφολογίας, στο Σαράχο διατηρούν το τελικό –ν και τη μεσαιωνική κατάληξη –ιν:το πρόβατον, το ψωμίν, τ’ ομμάτιν. Δεύτερον, όταν ασθενής τύπος της προσωπικής αντωνυμίας έπεται λέξης που καταλήγει με σίγμα, ο τύπος του πρώτου και του δεύτερου προσώπου του ενικού είναι μου, σου (τση μάνας μου η λαλία, όχι τσι μάνασιμ η λαλία όπως σε άλλα ποντιακά ιδιώματα).
Όσον αφορά το λεξιλόγιο, υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα ιδιώματα του Όφεως και τα άλλα ποντιακά ιδιώματα. Στον Όφη, όταν λένε γάλα εννοούν το γιαούρτι (το γάλα το λένε γλυτšύ). Στον Όφη η πατσή είναι η κόρη και γενικά το κορίτσι, ενώ στην Τραπεζούντα η πατšή(με παχύ š) σημαίνει αδελφή. Το αγόρι οι Οφίτες το λένε γαρδέλ[ιν]. Στο Çoruk,αντί για το παμπόντιο «Ντό φτας;»λένε «Τίλαγος είσαι;». Στη Ζησινό, πριν από το 1922 τουλάχιστον, έλεγαν «Τίλεα είσαι;», ενώ στο Σαράχο η φράση αυτή έχει συρρικνωθεί στον τύπο«Λάγος είσαι;» Και στο εσωτερικό του Όφεως, είναι φανερό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα ιδιώματα του Σαράχου και του Çoruk. Στις περισσότερεςπεριπτώσεις, αλλά όχι σε όλες, η λέξη ή ο τύπος που χρησιμοποιούνται στο Σαράχο είναι πιο αρχαία από αυτά που χρησιμοποιούνται στο Çoruk.
Στο Çoruk ο μέλλοντας σχηματίζεται με το χα (υπάρχουν πολλές άλλες περιπτώσεις όπου το θήτα έχει γίνει χι),ενώ στο Σαράχο αγνοείται πλήρως το θα,και για τον σχηματισμό του μέλλοντα χρησιμοποιείται το να. Παρουσιάζω παρακάτω ένα μικρό κατάλογο βασικών λέξεων που διαφέρουν είτε τυπολογικά είτε ετυμολογικά στα δυο χωριά.
Σαράχος Çoruk
δε (=διά) για
παλ πα
οδέν εδά
έμορφος όμορφος
λεφτοκάριν λοφτοκάρ
αλείφω λείφω
εμπαίνω μπαίνω (αορ.εσέβα και στα δυο χωριά)
εντρέπουμαι ντρέπομαι
επαίρω παίρω
έγκα έφερα
φυσά φυσάει
άψετον άψητο
παρπατώ πορπατώ (όπωςστα κρητικά και αλλού)
ψωμίν φαΐ
τυρί μιντζίν
τυροκλωστία μουχλαμά
όρος (=δάσος) κορούκ
θείος μιτσέκας
θεία χάλα
πάπος ντεντές
χορτάρε αχλάδε
στάρε ζαχρέ
φούστρος (=ομελέτα) kaygana
Οχτώμπρης koçay (σημ.και στο Σαράχο και στο Çoruk χρησιμοποιούν ακόμα το χριστιανικό όνομα του μήνα Σεπτεμβίου, δηλαδή ο Σταυρίτες, παρ’ όλο που δεν ξέρουν βέβαια τι είναι σταυρός)
Τρυγόμηνον (Νοέ.) üzümay(=σταφυλίτης)
Οχτσιονάρης (Χριστουγεννάρης) sığırkoyan(κυριολεκτικά: αφήνοντας το βουβάλι-ταύρο-αγελάδι-βουβάλι)
Το πιο περίεργο συντακτικό φαινόμενο που διατηρείται στο Σαράχο, αλλά όχι στο Çoruk, είναι το αρχαίο απαρέμφατο, το οποίο εξέλιπε από όλες τις υπόλοιπες νεοελληνικές διαλέκτους εκτός από τις κατωιταλικές. Στο Σαράχο το απαρέμφατο (το οποίο λήγει σε–ine [–είνε/–ήναι] και στην ενεργητική και στην παθητική φωνή) χρησιμοποιείται σε πολύ περιορισμένα συντακτικά συμφραζόμενα, συνήθως μετά τα ρήματα πορώ και θέλω όταν τα ρήματα αυτά είναι στον αόριστο και όταν προηγείται το αρνητικό μόριο, όπως ουτš επόρεσα ποίσεινε το χιζμέτισουνα, ουτš εθέλεσαμε σταθήναι. Στο Σαράχο το απαρέμφατο χρησιμοποιείται, όπως και στην κοινή Νεοελληνική, μετά το είχα, αλλά με υποθετική σημασία: Να είšες ερθείνε, είχαμ’ ιδείνε σε. Σεάλλες περιοχές του Όφεως, συμπεριλαμβανομένου και του Çoruk, χρησιμοποιείται σε τέτοιες περιπτώσεις ένα περίεργο κλιτό παράγωγο του απαρεμφάτου με τις προσωπικές καταλήξεις των παρωχημένων χρόνων, όπως ουτš επόρεσα ποίσεινα…, ουτš εθέλεσαμε σταθήναμε. Αυτό το κλινόμενο ψευδοαπαρέμφατο χρησιμοποιείται στο Σαράχο μετά το πριν: Πριν ερθείνες, ση δουλεία μ έμουνα.Η ύπαρξη του κλιτού αυτού “απαρεμφάτου”εμφανίζει ενδιαφέρουσες ομοιότητες με την ιταλική διάλεκτο της Νεάπολης στην Ιταλία. Δεν πρόκειται βέβαια για επίδραση από την ιταλικη διάλεκτο στην ελληνική ή αντίστροφα, αλλά για παράλληλη εξέλιξη. Πάντως, οι χρήσεις του απαρεμφάτου στο Σαράχο χρειάζονται περισσότερη έρευνα, ιδίως επειδή η ύπαρξη του ποντιακού απαρεμφάτου έχει αμφισβητηθεί. Και γενικά η μελέτη του οφίτικου ιδιώματος θα πρέπει να επικεντρωθεί περισσότερο στη γραμματική, και ιδίως στα συντακτικά φαινόμενα, και όχι τόσο στο λεξιλόγιο όπως έχει γίνει στο παρελθόν. Πάντως, σημαντική πηγή πληροφοριών που δεν έχουν εκμεταλλευτεί ακόμα οιερευνητές είναι τα χαρτιά του Ιωάννη Παρχαρίδη με τις σημειώσεις που κρατούσε κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στα χωριά – και ιδίως στα μουσουλμανικά χωριά – του Όφη το 1876. Τα χαρτιά αυτά(με τίτλο “Η εν Όφει διάλεκτος”) τα εντόπισα στο Αρχείο Δέφνερ του Κέντρου Ερεύνηςτης Ελληνικής Λαογραφίας στην Αθήνα. Το υλικό αυτό αποτελεί τη βάση των σχετικών δημοσιευμάτων του Παρχαρίδη, όπως η“Συλλογή ζώντων μνημείων της αρχαίας ελληνικής γλώσσης εν Όφει”, που δημοσιεύτηκε από τον εν Κωνσταντινουπόλει Ελληνικό Σύλλογο το 1883-4 και τώρα αναδημοσιεύεται σε συνέχειες στα Οφίτικα Νέα. Το υλικό του Παρχαρίδη το εκμεταλλεύτηκε και ο Μιχαήλ Δέφνερ στο σημαντικό άρθρο του για το ποντιακό απαρέμφατο.
Παρ’ όλα αυτά τα “ζώντα μνημεία της αρχαίας ελληνικής γλώσσης”, όμως, οι Οφίτες του σημερινού Πόντου χρησιμοποιούν πάμπολλες τουρκικές λέξεις και φράσεις. Πρώτα-πρώτα, οι χαιρετισμοί τους είναι σχεδόν όλα τουρκικοί: merhaba, hoş geldiniz, hoş bulduk, allahısmarladık, όπως είναι καιπολλές καθημερινές λέξεις και φράσεις όπως sabahile (=αύριο) και teşekkür ederim. Ο Vahit Tursun με πληροφόρησε ότι στο χωριό του το Όκενε, για το «ευχαριστώ», λένε «ν’ έχεις την ευτšή μ». Στο Çoruk όμως απαντούν στην έκφραση ευχαριστίας με τη φράση “Τίπο ουτš εν”, το οποίο αντιστοιχεί κατά λέξη με την τουρκική απάντηση ‘hiç bir şey’. Οι Οφίτες δεν ξέρουν το ρήμα πρέπει· χρησιμοποιούν το τουρκικό mecbur: mecbur να πάγω. Οι Οφίτες μετρούν μόνο από το ένα μέχρι το πέντε στα ελληνικά, και από το έξι και πάνω στα τουρκικά. Βασικές έννοιες εκφράζονται με τουρκικά δάνεια: στο Σαράχο λένε γκέντšις (στο Çoruk νέος),γεγκίν (στο Çoruk γεγκί), εχουγεύω (=διαβάζω), τοπλαύω (=μαζεύω), γαριπεύκομαι (εγαριπεύτα σε=μου λείπεις). Χρησιμοποιούν πολλές φράσεις που αποτελούν κατά λέξη μετάφραση των αντίστοιχων τουρκικών, όπως καλά ημέρας(iyi günler), καλά νύχτας (iyigeceler), τελεφόνιν εφτέγω (telefonyapmak), ρεσμίν σύρω (resim çekmek,αλλά πρβλ. και την ελλ. φράση τραβώ μιαφωτογραφία).
Ακόμα και σήμερα οι Οφίτες λένε «τραγωδίες», δηλαδή δίστιχα είτε παραδοσιακά είτε αυτοσχέδια. Τα δίστιχα αυτά αποτελούνται από δυο στίχους, ο καθένας από τους οποίους συνίσταται από δυο επτασύλλαβα ημιστίχια. Παραθέτω μια παραδοσιακή τραγωδία που μου απήγγειλε ο φίλος μου Χασάνης από το Σαράχο, ο οποίος μένει στην Αυστρία:
Ε πατσή, τίνος είσαι τš όμον πετεινός είσαι;
Ολήμερα σου τšουρούς, το βραδίν τ’ εμόν είσαι.
Τελειώνω με ένα σημείο των καιρών. Το χωριό Αληθινός (Uzuntarla),το οποίο βρίσκεται στα δυτικά του δρόμου που πάει από το Çaykara στο Σαράχο, είναι σύμφωνα με τον Vahit Tursun ένα από τα επίκεντρα της ελληνοφωνίας στην περιοχή του Όφη. Από κει, το 1975, πήγε σημαντικός αριθμός ελληνοφώνων μουσουλμάνων στην Κύπρο για να εποικίσουν τα κατεχομένα εδάφη σύμφωνα με τα δημογραφικά σχέδια του Ντεκτάς και της τουρκικής κυβέρνησης. Σύμφωνα με έναν από τους εποίκους αυτούς, με τον οποίο άρχισα ηλεκτρονική αλληλογραφία, πολλοί πόντιοι Μουσουλμάνοι από τον νομό Τραπεζούντας εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο μετά την τουρκική εισβολή. Μου είπε ότι αντιπρόσωποι των τουρκικών αρχώντης Κύπρου πήγαν σε χωριά του Πόντου και προσκάλεσαν τους κατοίκους να πάνε να εγκατασταθούν στην Κύπρο, όπου θα έβρισκαν «ωραία σπίτια, χωράφια, χρήματα,δουλειά κλπ.» Δεν υπήρξε όμως καμιά πίεση εκ μέρους των αρχών, δηλαδή όσοι πήγαν πήγαν εθελοντικά. Οι αληθινώτες μένουν κυρίως στα χωριά Άγιος Στέφανος (όπου κατέχουν 40 σπίτια) και Δαυλός. Δεν ξέρω τι αισθάνονται οι άνθρωποι αυτοί που έκαναν κατοχή σε σπίτια και κτήματα που δεν τους ανήκουν δικαιωματικά. Πάντως, όταν, με το καλό, βρεθεί κάποια λύση στο κυπριακό και μπορέσει κανείς να ταξιδέψει ελεύθερα στη βόρεια Κύπρο, ή όταν οι έποικοι υποχρεωθούν να επαναπατριστούν στην Τουρκία, θα είναι πολύ ενδιαφέρον να πάει κανείς να μελετηθεί το ιδίωμα των Αληθινωτών που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο, γιατί είναι σίγουρο ότι οι άνθρωποι αυτοί θα έχουν διατηρήσει παλαιά χαρακτηριστικά του ιδιώματός τους τα οποία θα έχουν εξαφανιστεί από το ιδίωμα που μιλιέται ακόμα στον Αληθινό.